- περδῑκοθήρας
- περδῑκο-θήρας, ὁ, Rebhuhnjäger, -sänger
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
περδικοθήρας — περδικοθήρᾱς , περδικοθήρας partridge catcher masc acc pl περδικοθήρᾱς , περδικοθήρας partridge catcher masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περδικοθήρας — ο, ΝΑ 1. ο κυνηγός πέρδικας 2. είδος γερακιού με βασική λεία την πέρδικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέρδιξ, ικος + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσο θήρας] … Dictionary of Greek
περδικοθήρας — ο αυτός που κυνηγά πέρδικες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… … Dictionary of Greek